- ἁλιάδης
- ἁλιάδης, ου, ὁ, ([etym.] ἅλς)A seaman, S.Aj.880 (lyr.).II [full] Ἁλιάδαι, οἱ, [dialect] Dor. for [full] Ἡλ-, religious association at Rhodes, IG12(1).155.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλιάδης — ἁλιάδης, ο (Α) [ἁλιάς] ναύτης, θαλασσινός … Dictionary of Greek
ἁλιαδᾶν — ἁλιάδης seaman masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιαδῶν — ἁλιάδης seaman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιάδα — ἅλιας fem acc sg ἁλιάδᾱ , ἁλιάδης seaman masc nom/voc/acc dual ἁλιάδης seaman masc voc sg ἁλιάδᾱ , ἁλιάδης seaman masc gen sg (doric aeolic) ἁλιάδης seaman masc nom sg (epic) ἁλιάς of fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιάδας — ἅλιας fem acc pl ἁλιάδᾱς , ἁλιάδης seaman masc acc pl ἁλιάδᾱς , ἁλιάδης seaman masc nom sg (epic doric aeolic) ἁλιάς of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιάς — ἁλιὰς ( άδος), η (Α) [ἅλιος] 1. ως επίθ. αυτή που προέρχεται από τη θάλασσα ή ανήκει σ’ αυτήν 2. ως ουσ. αλιευτικό πλοιάριο, ψαρόβαρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλιος. ΠΑΡ. αρχ. ἁλιάδης] … Dictionary of Greek
αλιαδίτης — ἁλιαδίτης, ο (Α) γραμματοκομιστής, ταχυδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλιάς, η ή ἁλιάδης] … Dictionary of Greek
αλς — ἃλς (ἁλὸς) (Α) Ι. (ως αρσ. ἅλς, ο) 1. αλάτι 2. «ἁλὸς μέταλλον», ορυκτό αλάτι 3. άλμη, άρμη 4. πληθ. οἱ ἅλες α) αλυκή, β) πνεύμα, ευφυΐα, σπιρτάδα 5. φρ. «ἅλας συναλίσκω» δένομαι με δεσμό φιλίας, φιλοξενίας κ.λπ. «ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ… … Dictionary of Greek